αναχρονιστικός

αναχρονιστικός
-ή, -ό
αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, ο οπισθοδρομικός: Έχεις ιδέες εντελώς αναχρονιστικές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναχρονιστικός — ή, ό ο μη συγχρονισμένος, απαρχαιωμένος, οπισθοδρομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία από τον συγγραφέα Π. Αποστολίδη] …   Dictionary of Greek

  • ασυγχρόνιστος — η, ο [συγχρονίζω] 1. αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, που δεν γίνεται συγχρόνως με κάτι άλλο 2. ο αναχρονιστικός 3. ασύγχρονος …   Dictionary of Greek

  • δασκαλικός — και δασκαλικός, η, ο (AM διδασκαλικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ταιριάζει, ανήκει ή αναφέρεται σε δάσκαλο 2. φρ. «διδασκαλικό χωρίο» ή «τόπος διδασκαλικός» χωρίο από το οποίο εξάγεται φανερά η ερμηνεία λέξης ή η εφαρμογή γραμματικού ή συντακτικού… …   Dictionary of Greek

  • ετερόχρονος — η, ο (Α ἑτερόχρονος, ον) 1. αυτός που είναι διαφορετικός κατά τον χρόνο, αυτός που λαμβάνει υπόσταση σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή τον κανονικό, ο ανισόχρονος, ο ανισοταγής νεοελλ. 1. (για σφυγμό) αυτός που οι παλμοί του γίνονται… …   Dictionary of Greek

  • μετάχρονος — μετάχρονος, ον (Α) αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χρόνος] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοημερολογίτικος — και παλιοημερολογίτικος, η, ο [Παλαιοημερολογίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παλαιό εκκλησιαστικό ημερολόγιο, το Ιουλιανό 2. μτφ. πεπαλαιωμένος, αναχρονιστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”